- αντιδιορύσσω
- ἀντιδιορύσσω και -ττω (Α)ανοίγω υπόνομο από το αντίθετο μέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιδιορύττοντες — ἀντιδιορύσσω countermine pres part act masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek